- ξηροπήγαδο(ν)
- το пересохший колодец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ξηροπήγαδο — Πεδινός οικισμός (518 κάτ., υψόμ. 50), στην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της επαρχίας και βόρεια της Ναυπάκτου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ.χλμ., 518 κάτ.) … Dictionary of Greek
Κίρρα — I Αρχαία πόλη της Φωκίδας, επίνειο των Δελφών. Συχνά συγχεόταν με τη γειτονική Κρίσα (ο Παυσανίας ταύτιζε τις δύο πόλεις, ενώ ο Στράβων τις διαχώριζε ρητά). Ο Παυσανίας καταγράφει επίσης μια παράδοση σύμφωνα με την οποία η πόλη πήρε την ονομασία… … Dictionary of Greek